Ναύπλιος

Ναύπλιος
Ναύπλιος
a Nauplian
masc nom sg
Ναυπλιεύς
a Nauplian
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ναύπλιος — a Nauplian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναύπλιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ιδρυτής της Ναυπλίας, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, που ήταν εγγονή του Δαναού. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πολύ έξυπνος και είχε γνώσεις αστρονομίας. Γιος του υπήρξε ο… …   Dictionary of Greek

  • ναύπλιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ιδρυτής της Ναυπλίας, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, που ήταν εγγονή του Δαναού. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πολύ έξυπνος και είχε γνώσεις αστρονομίας. Γιος του υπήρξε ο… …   Dictionary of Greek

  • Ναύπλιον — Ναύπλιος a Nauplian masc acc sg Ναύπλιος a Nauplian neut nom/voc/acc sg Ναυπλιεύς a Nauplian masc acc sg Ναυπλιεύς a Nauplian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Навплий — (Ναύπλιος) в греческих героических сказаниях царь Евбеи, который, из мести за смерть своего сына Паламеда (см.), повел возвращавшихся из Трои греков по неверным путям, вследствие чего они потерпели крушение …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ναυπλιέων — Ναύπλιος a Nauplian masc/fem gen pl (epic ionic) Ναυπλία a Nauplian fem gen pl (epic ionic) Ναυπλιεύς a Nauplian masc gen pl Ναυπλιέω̆ν , Ναυπλιεύς a Nauplian masc gen pl Ναυπλιεύς a Nauplian masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναυπλίην — Ναύπλιος a Nauplian fem acc sg (epic ionic) Ναυπλία a Nauplian fem acc sg (epic ionic) Ναυπλιεύς a Nauplian fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναυπλίοις — Ναύπλιος a Nauplian masc/neut dat pl Ναυπλιεύς a Nauplian masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπλίοις — ναύπλιος a Nauplian masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναυπλίου — Ναύπλιος a Nauplian masc/neut gen sg Ναυπλιεύς a Nauplian masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”